empoignant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | empoignant | empoignants |
θηλυκό | empoignante | empoignantes |
Επίθετο
επεξεργασίαempoignant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | empoignant | empoignants |
θηλυκό | empoignante | empoignantes |
empoignant (fr)