Ετυμολογία

επεξεργασία
empirique < λατινική empiricus < αρχαία ελληνική εμπειρικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑ̃.pi.ʁik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
empirique empiriques

empirique (fr) αρσενικό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία