emmitouflé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | emmitouflé | emmitouflés |
θηλυκό | emmitouflée | emmitouflées |
Επίθετο επεξεργασία
emmitouflé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | emmitouflé | emmitouflés |
θηλυκό | emmitouflée | emmitouflées |
emmitouflé (fr)