• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

emetico

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Ιταλικά (it)

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
emetico emetici

emetico (it)

  • (ιατρική) χημική ουσία που προκαλεί εμετό.

Συγγενικά

επεξεργασία
  • emesi
  • emetismo
  • antiemetico
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=emetico&oldid=5144145"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Ιουλίου 2021, στις 17:54

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Ido
    • Italiano
    • 한국어
    • Malagasy
    • Polski
    • Русский
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Ιουλίου 2021, στις 17:54.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας