emergency
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
emergency | emergencies |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαemergency (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η έκτακτη ανάγκη
- ⮡ if there is an emergency - αν υπάρχει έκτακτη ανάγκη
- ⮡ to be used only in an emergency - να χρησιμοποιηθεί μόνο σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης
- ⮡ a state of emergency - κατάσταση έκτακτης ανάγκης
- ⮡ They have some money for an emergency.
- Έχουν μερικά λεφτά για ώρα ανάγκης.