Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

/ɪˈleɪtɪd/

  Επίθετο επεξεργασία

elated (en)

  1. πανευτυχής, περιχαρής, ενθουσιασμένος, κατενθουσιασμένος, καταχαρούμενος
    the elated teacher communicated his confidence in his students
    ο πανευτυχής καθηγητής μετέδωσε την εμπιστοσύνη του στους φοιτητές του

Συνώνυμα επεξεργασία