egregious
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- egregious < μέσος 16ος αιώνας: εξαιρετικά καλός < λατινική egregius (επιφανής), κυριολεκτικά: «που ξεχωρίζει απ' το κοπάδι» < ex- «έξω» + grex, greg- «κοπάδι»
- η σύγχρονη σημασία «εξωφρενικός» προέκυψε ειρωνικά κατά τον ύστερο 16ο αιώνα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɪˈɡriːdʒəs/
Ουσιαστικό επεξεργασία
egregious (en)
- εξωφρενικός, ολοφάνερα κακός, εξόφθαλμος
- egregious mistakes - εξωφρενικά/εξόφθαλμα λάθη
- εξοργιστικά κακός