Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. ee < λατινική *apam
  2. ee < λατινική aetatem

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ee (και ei) θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ee (και ae, aey) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ηλικία
  2. ζωή, διάρκεια ζωής