drown
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | drown |
γ΄ ενικό ενεστώτα | drowns |
αόριστος | drowned |
παθητική μετοχή | drowned |
ενεργητική μετοχή | drowning |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /dɹaʊn/ & /d̠͡ɹ̠˔ʷaʊn/
- ⓘ
Ρήμα
επεξεργασίαdrown (en)
ενεστώτας | drown |
γ΄ ενικό ενεστώτα | drowns |
αόριστος | drowned |
παθητική μετοχή | drowned |
ενεργητική μετοχή | drowning |
drown (en)