ενεστώτας drown
γ΄ ενικό ενεστώτα drowns
αόριστος drowned
παθητική μετοχή drowned
ενεργητική μετοχή drowning

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dɹaʊn/ & /d̠͡ɹ̠˔ʷaʊn/
 

drown (en)

  1. πνίγω
  2. πνίγομαι
    ⮡  A man fell off the boat and drowned in the river during the storm.
    Ένας άνδρας έπεσε από τη βάρκα και πνίγηκε μέσα στο ποτάμι κατά τη διάρκεια της καταιγίδας.