droséra
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
droséra | droséras |
Ετυμολογία
επεξεργασία- droséra < λατινική drosera < αρχαία ελληνική δροσερός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdroséra (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
droséra | droséras |
droséra (fr) αρσενικό