drastique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | drastique | drastiques |
θηλυκό | drastiquee | drastiquees |
Επίθετο
επεξεργασίαdrastique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | drastique | drastiques |
θηλυκό | drastiquee | drastiquees |
drastique (fr) αρσενικό ή θηλυκό