draineuse
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
draineuse | draineuses |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdraineuse (fr) θηλυκό
- γεωργικό μηχάνημα την αποστράγγιση των υδάτων
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη drainer
ενικός | πληθυντικός |
draineuse | draineuses |
draineuse (fr) θηλυκό