documenté
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | documenté | documentés |
θηλυκό | documentée | documentées |
Επίθετο
επεξεργασίαdocumenté (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | documenté | documentés |
θηλυκό | documentée | documentées |
documenté (fr)