Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
doctoresse doctoresses

  Ουσιαστικό επεξεργασία

doctoresse (fr) θηλυκό

  • (παλιά λέξη, προτιμάται το docteur) αυτή που κατέχει το πτυχίο doctorat ιατρικών επιστημών

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  docteur