ενικός         πληθυντικός  
doctorant doctorants

  Ετυμολογία

επεξεργασία
doctorant < doctorat

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

doctorant (fr) αρσενικό

  • φοιτητής που ετοιμάζει το πτυχίο doctorat
Il est doctorant en sciences économiques. Ετοιμάζει ένα ντοκτορά οικονομικών επιστημών.

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  docteur

Συνώνυμα

επεξεργασία