doba
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- doba < πρωτοσλαβική doba
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdoba (pl) θηλυκό
- το ημερονύχτιο, το εικοσιτετράωρο
- (μεταφορικά) η εποχή, η περίοδος
Παράγωγα
επεξεργασία
Σερβικά (sr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdoba (sr)
- λατινική γραφή του доба
Τσεχικά (cs)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- doba < πρωτοσλαβική doba
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdoba (cs) θηλυκό