divisionniste
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
divisionniste | divisionnistes |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
divisionniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- λάτρης, οπαδός του ντιβιζιονισμού
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη diviser
ενικός | πληθυντικός |
divisionniste | divisionnistes |
divisionniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό