Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

dithering (en)

  1. η αμφιταλάντευση, η αμφιβολία
  2. μικρός κλυδωνισμός (συνήθως διαρκής)

  Μετοχή επεξεργασία

dithering (en)