dissuasif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dissuasif | dissuasifs |
θηλυκό | dissuasive | dissuasives |
Επίθετο
επεξεργασίαdissuasif (fr)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη dissuader
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dissuasif | dissuasifs |
θηλυκό | dissuasive | dissuasives |
dissuasif (fr)