dispensateur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dispensateur | dispensateurs |
θηλυκό | dispensatrice | dispensatrices |
Ουσιαστικό επεξεργασία
dispensateur (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη dispenser
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dispensateur | dispensateurs |
θηλυκό | dispensatrice | dispensatrices |
dispensateur (fr)