dislodge
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | dislodge |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dislodges |
αόριστος | dislodged |
παθητική μετοχή | dislodged |
ενεργητική μετοχή | dislodging |
Ρήμα
επεξεργασία- βγάζω, αναγκάζω κάτι να βγει από τη θέση του
- ⮡ I dislodge a stone from a wall/a bone from a cat’s throat.
- Βγάζω μια πέτρα από έναν τοίχο/ένα κόκκαλο από το λαιμό μιας γάτας.
- ⮡ I dislodge a stone from a wall/a bone from a cat’s throat.
- εκτοπίζω, αναγκάζω κάποιον να φύγει από ένα μέρος, θέση ή δουλειά
- ⮡ I dislodge the enemy from their positions.
- Εκτοπίζω τον εχθρό από τις θέσεις του.
- ⮡ I dislodge the enemy from their positions.
Πηγές
επεξεργασία- dislodge - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162, 275. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω, εκτοπίζω