ενεστώτας dislodge
γ΄ ενικό ενεστώτα dislodges
αόριστος dislodged
παθητική μετοχή dislodged
ενεργητική μετοχή dislodging

dislodge (en) (επίσημο)

  1. βγάζω, αναγκάζω κάτι να βγει από τη θέση του
    ⮡  I dislodge a stone from a wall/a bone from a cat’s throat.
    Βγάζω μια πέτρα από έναν τοίχο/ένα κόκκαλο από το λαιμό μιας γάτας.
  2. εκτοπίζω, αναγκάζω κάποιον να φύγει από ένα μέρος, θέση ή δουλειά
    ⮡  I dislodge the enemy from their positions.
    Εκτοπίζω τον εχθρό από τις θέσεις του.