discriminatif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- discriminatif < discrimination < αγγλική discriminative
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | discriminatif | discriminatifs |
θηλυκό | discriminative | discriminatives |
discriminatif (fr)
- που έχει σχέση με τη διάκριση