ενικός         πληθυντικός  
disability disabilities

Ετυμολογία

επεξεργασία
disability < disable + -ity

Ουσιαστικό

επεξεργασία

disability (en)

  • η αναπηρία
    παράδειγμα  A limp is a form of disability.
    Η χωλότητα είναι μια μορφή αναπηρίας.