Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
disability
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
disability
disabilities
Ετυμολογία
επεξεργασία
disability
<
disable
+
-ity
Ουσιαστικό
επεξεργασία
disability
(en)
η
αναπηρία
A limp is a form of
disability
.
Η χωλότητα είναι μια μορφή
αναπηρίας
.
Πηγές
επεξεργασία
disability
-
Oxford Learner's Dictionaries