diletto
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | diletto | diletti |
θηλυκό | diletta | dilette |
diletto (it)
Ρήμα επεξεργασία
diletto (it) αρσενικό + θηλυκό
Δείτε επίσης : Diletto |
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | diletto | diletti |
θηλυκό | diletta | dilette |
diletto (it)
diletto (it) αρσενικό + θηλυκό