dictionnariste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- dictionnariste < dictionnaire
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dictionnariste | dictionnaristes |
dictionnariste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
dictionnariste | dictionnaristes |
dictionnariste (fr) αρσενικό ή θηλυκό