ενεστώτας destine
γ΄ ενικό ενεστώτα destines
αόριστος destined
παθητική μετοχή destined
ενεργητική μετοχή destining

destine (en)

  • προορίζω
    The package is destined for Greece.
    Το δέμα προορίζεται για την Ελλάδα.
    He was destined for the army since he was born.
    Από την ώρα που γεννήθηκε προοριζόταν για το στρατό.
     συνώνυμα: slate

Συγγενικά

επεξεργασία