destine
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | destine |
γ΄ ενικό ενεστώτα | destines |
αόριστος | destined |
παθητική μετοχή | destined |
ενεργητική μετοχή | destining |
Ρήμα
επεξεργασίαdestine (en)
ενεστώτας | destine |
γ΄ ενικό ενεστώτα | destines |
αόριστος | destined |
παθητική μετοχή | destined |
ενεργητική μετοχή | destining |
destine (en)