Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /da.vje/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
davier daviers

davier (fr) αρσενικό

  1. (τεχνολογία) σιδερένιο εργαλείο ξυλουργού, κυρτό, που σε μία άκρη έχει τσιγκέλι
  2. η οδοντάγρα