dance floor
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
dance floor | dance floors |
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
dance floor (en)
- η πίστα, μια περιοχή όπου οι άνθρωποι μπορούν να χορέψουν
- ↪ The dance floor of the center was full of young people dancing.
- Η πίστα του κέντρου ήταν γεμάτη από νέους που χόρευαν.
- ↪ The dance floor of the center was full of young people dancing.