Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

dameret < → δείτε τη λέξη dame

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /dam.ʁɛ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
dameret damerets

dameret (fr) αρσενικό

  • πολύ κομψός άνδρας, που αρέσει στις γυναίκες