Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό daltonien daltoniens
θηλυκό daltonienne daltoniennes

daltonien (fr)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό daltonien daltoniens
θηλυκό daltonienne daltoniennes

daltonien (fr) αρσενικό

  • πρόσωπο που πάσχει από δαλτωνισμό
    un daltonien - ένας δαλτωνικός

Συγγενικά επεξεργασία