dactylo
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- dactylo < dactylographe
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
dactylo | dactylos |
dactylo (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ετυμολογία επεξεργασία
- dactylo < dactylographie
Ουσιαστικό επεξεργασία
dactylo (fr) θηλυκό