Ετυμολογία

επεξεργασία
dactylo < dactylographe

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dactylo dactylos

dactylo (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. δακτυλογράφος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
dactylo < dactylographie

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

dactylo (fr) θηλυκό

  1. η δακτυλογραφία

Συγγενικά

επεξεργασία