düzensiz
Τουρκικά (tr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαdüzensiz (tr)
- ακατάστατος
- Andreas'ın odası çok düzensiz. - Το δωμάτιο του Ανδρέα είναι πολύ ακατάστατο.
- Andreas çok düzensiz bir çalışan. - Ο Ανδρέας είναι ένας πολύ ακατάστατος εργαζόμενος.
- παράτυπος
- (γραμματική) ανώμαλος