développement durable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
développement durable | développements durables |
développement durable (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
développement durable | développements durables |
développement durable (fr) θηλυκό