Ετυμολογία

επεξεργασία
désespoir < desespeir < dés- + espoir

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
désespoir désespoirs

désespoir (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία