désespoir
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /de.zɛs.pwaʁ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
désespoir | désespoirs |
désespoir (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
désespoir | désespoirs |
désespoir (fr) αρσενικό