Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
désespérance
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
désespérance
<
dés-
+
espérance
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
de.zɛs.pe.ʁɑ̃s
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
désespérance
(fr)
θηλυκό
η
κατάσταση
ενός ατόμου που δεν έχει πια καμία
ελπίδα
, η
απελπισία
Συγγενικά
επεξεργασία
désespérant
désespéré
désespérément
désespérer
désespoir