ενικός         πληθυντικός  
dérisoire dérisoires

  Επίθετο

επεξεργασία

dérisoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. εξευτελιστικός, γελοίος
    prix dérisoire - εξευτελιστική τιμή

Συγγενικά

επεξεργασία