dérisoire
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
dérisoire | dérisoires |
Επίθετο επεξεργασία
dérisoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- εξευτελιστικός, γελοίος
- prix dérisoire - εξευτελιστική τιμή
ενικός | πληθυντικός |
dérisoire | dérisoires |
dérisoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό