dépravation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dépravation | dépravations |
Ετυμολογία
επεξεργασία- dépravation < λατινική depravatio
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /de.pʁa.va.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdépravation (fr) θηλυκό
- η διαφθορά, η εξαχρείωση