démentiel
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | démentiel | démentiels |
θηλυκό | démentielle | démentielles |
Επίθετο επεξεργασία
démentiel (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | démentiel | démentiels |
θηλυκό | démentielle | démentielles |
démentiel (fr)