ενικός         πληθυντικός  
déglingue déglingues

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

déglingue (fr) θηλυκό

  1. το ξεχαρβάλωμα, η κακή κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάτι που δεν διατηρείται σωστά
  2. (κατ’ επέκταση) τρέλα, παλαβομάρα

Συγγενικά

επεξεργασία