déglingue
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
déglingue | déglingues |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdéglingue (fr) θηλυκό
- το ξεχαρβάλωμα, η κακή κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάτι που δεν διατηρείται σωστά
- (κατ’ επέκταση) τρέλα, παλαβομάρα
ενικός | πληθυντικός |
déglingue | déglingues |
déglingue (fr) θηλυκό