définissant
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
définissant | définissants |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
définissant (fr) αρσενικό
- (γλωσσολογία) λέξη που είναι μέρος ενός ορισμού
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη définir
ενικός | πληθυντικός |
définissant | définissants |
définissant (fr) αρσενικό