défileuse
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- défileuse < défiler
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
défileuse | défileuses |
défileuse (fr) θηλυκό
- (τεχνολογία) η πρώτη σειρά μηχανημάτων στη χαρτοποιία, στα οποία ρίχνουν κουρέλια
ενικός | πληθυντικός |
défileuse | défileuses |
défileuse (fr) θηλυκό