défilage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- défilage < défiler
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
défilage | défilages |
défilage (fr) αρσενικό
- μέρος της παραγωγής χαρτιού, πρόκειται για την διαδικασία κατά την οποία μετατρέπονται κομμάτια υφασμάτων σε κλωστές