Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
défaut défauts

défaut (fr) αρσενικό

  1. η έλλειψη
  2. το τέρμα
  3. το ελάττωμα, το κουσούρι
  4. το μειονέκτημα

Δείτε επίσης

επεξεργασία