défaut
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
défaut | défauts |
défaut (fr) αρσενικό
- η έλλειψη
- το τέρμα
- το ελάττωμα, το κουσούρι
- το μειονέκτημα
ενικός | πληθυντικός |
défaut | défauts |
défaut (fr) αρσενικό