Ετυμολογία

επεξεργασία
déculottage < déculott(er) + -age

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.ky.lɔ.taʒ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
déculottage déculottages

déculottage (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία