découpé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | découpé | découpés |
θηλυκό | découpée | découpées |
Επίθετο επεξεργασία
découpé (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη découper
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | découpé | découpés |
θηλυκό | découpée | découpées |
découpé (fr)