déchristianisation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
déchristianisation | déchristianisations |
déchristianisation (fr) θηλυκό
- η απομάκρυνση μιας κοινωνίας από τον χριστιανισμό
ενικός | πληθυντικός |
déchristianisation | déchristianisations |
déchristianisation (fr) θηλυκό