décapotable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- décapotable < décapoter
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
décapotable | décapotables |
décapotable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- του οποίου το κάλυμμα μπορεί να αφαιρεθεί
- (για αυτοκίνητα) που έχει πτυσσόμενη οροφή (κουκούλα)