Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

décapotable < décapoter

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
décapotable décapotables

décapotable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. του οποίου το κάλυμμα μπορεί να αφαιρεθεί
  2. (για αυτοκίνητα) που έχει πτυσσόμενη οροφή (κουκούλα)