ενικός         πληθυντικός  
déboîtement déboîtements

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

déboîtement (fr) αρσενικό

  1. η εξάρθρωση
  2. βγαίνω από τη γραμμή, αλλάζω λωρίδα (στο δρόμο)