czajnik
Πολωνικά (pl)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
czajnik (pl) αρσενικό
- η τσαγιέρα, το τσαγιερό
- (κρακοβιανή διάλεκτος), (μεταφορικά) το κεφάλι
- (χαρτοπαίγνια) (μεταφορικά) παίκτης που σκέφτεται πολύ και αργεί να παίξει