cute hoorism
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kjut ˈhuɹ.ɪzm̩/
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
cute hoorism (en) (συνήθως μόνο στον ενικό αριθμό)
- (αργκό, Ιρλανδία) πονηριά, απατεωνιά (ιδίως η πολιτική)· προσωπικό συμφέρον που επιτυγχάνεται με κυνικό, παραπλανητικό τρόπο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
- cute hoorness (σπάνιο)